Εργασίες Μουσικής: 2021-2022

Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο Περιστερίου

Ατονική Μουσική, Γ΄ γυμν. Θεάτρου

Επιμέλεια παρουσίασης: Λάμπρος Κατσούλης, 20/1/2022

Arnold Schoenberg, Pierrot lunaire (Φεγγαρίσιος Πιερότος)

Α. Ε. (Γ Θεάτρου), 14 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Arnold Schoenberg — Pierrot lunaire

20 ΚΟΜΜΑΤΙΑ : ΠΙΑΝΟ-ΦΛΑΟΥΤΟ-ΒΙΟΛΙ-ΚΛΑΡΙΝΕΤΟ-ΤΣΕΛΟ-ΜΠΑΣΟ-ΠΙΚΟΛΟ

Άρνολντ Σένμπεργκ

Ο Άρνολντ Σένμπεργκ γεννήθηκε στην Βιέννη, πατέρας του δωδεκαφθογγισμού και τα έργα του αποτελούν την τελειότερη έκφραση της ατονικής μουσικής. Ο Σένμπεργκ είναι διάσημος για την θεμελίωση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής, μιας μεθόδου με ευρύτατη επίδραση στην Σύγχρονη κλασική μουσική. Η μέθοδος αυτή αφορά στον χειρισμό ταξινομημένων σειρών από φθόγγους της χρωματικής δωδεκαφθογγικής κλίμακας, γι’ αυτό και θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της σειραϊκής μουσικής κατά τη μεταπολεμική πρωτοπορία. Σένμπεργκ επεξεργάστηκε επίσης τον όρο εξελικτική ποικιλία, καθώς υπήρξε ο πρώτος συνθέτης ο οποίος εφάρμοσε τρόπους επεξεργασίας των μουσικών μοτίβων χωρίς την κυριαρχία μιας κεντρικής μελωδικής ιδέας.

Άρχισε να μελετά βιολί από τα οκτώ του χρόνια και σύντομα έκανε τα πρώτα του βήματα στην σύνθεση. Μετά από λίγο καιρό γνωρίζεται με ένα νέο μουσικό τον Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκυ ο οποίος του παρέδωσε μαθήματα μουσικής. Αυτή ήταν και η μόνη μουσική παιδία που έλαβε ποτέ. Χάρη στον δάσκαλό του ο Σένμπεργκ εισάγεται στην μουσική ελίτ της Βιέννης.

Το 1899 γράφει  το σεξτέτο εγχόρδων Εξαϋλωμένη Νύχτα, το οποίο αργότερα θα ενορχηστρώσει. Τον επόμενο χρόνο παρουσιάζονται στην Βιέννη πολλά από τα τραγούδια του. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος θα ανακόψει την καλλιτεχνική του δημιουργία. Στο διάστημα  1915 – 1923 δεν γράφει μουσική αλλά μάλλον διευκρινίζει τις θεωρίες του. Το 1925 υποδεικνύεται να διαδεχθεί τον Φερούτσιο Μπουζόνι στη θέση του καθηγητή της σύνθεσης στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία τον αναγκάζει να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ στα τέλη του 1933 όπου και ορίζεται καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια. Εξακολουθεί να γράφει και να διδάσκει εκεί μέχρι τον θάνατό του το 1951.

Φεγγαρίσιος Πιερότος

Όσον αφορά τον Φεγγαρίσιο Πιερότο, το 1884 ο Βέλγος ποιητής Άλμπερ Ζιρώ εκδίδει ένα κύκλο πενήντα μικρών ποιημάτων με τον ίδιο τίτλο που αργότερα θα υιοθετήσει και ο Σένμπεργκ. Ο πιερότος είναι ο ποιητής – κατεργάρης – κλόουν με τους χαρακτηριστικούς μορφασμούς στο λευκό σαν κιμωλία πρόσωπό του. Τα ποιήματα με τις αιφνίδιες  μεταπτώσεις διάθεσης, από την ενοχή και την κατάθλιψη έως την εξιλέωση και την διασκέδαση, φλογίζουν την φαντασία του Σένμπεργκ.

Επιλέγει είκοσι ένα ποιήματα και τα επενδύει μουσικά για γυναικεία φωνή και ένα σύνολο δωματίου πέντε εκτελεστών που παίζουν οκτώ όργανα: πιάνο, φλάουτο – πίκολο, κλαρινέτο – μπάσο, βιολί – βιόλα και τσέλο.

Χαρακτηριστικό της όλης σύνθεσης είναι το «ομιλούμενο τραγούδι» που χρησιμοποίησε ο Σένμπεργκ. Πρόκειται για ένα νέο ύφος κατά το οποίο η φωνητική μελωδία εκφέρεται περισσότερο προφορικά παρά άδεται σε ακριβή ύψη και με αυστηρή ρυθμική. Το αποτέλεσμα είναι μια εξώκοσμη, αλλόκοτα εντυπωσιακή φωνητική γραμμή. Παράδειγμα αποτελούν τα ποιήματα Αρ. 18 και 21.  Στο 18 «Η Φεγγαροκηλίδα», ο Πιερότος ενοχλείται από μια λευκή κηλίδα στο κολάρο του μαύρου του σακακιού. Η δυσχερής θέση του ενέπνευσε τον Σένμπεργκ αντιστίξεις περίπλοκες και θεαματικές. Το πιάνο αποδίδει μια τρίφωνη φούγκα καθώς τα υπόλοιπα όργανα ξεδιπλώνουν αυστηρούς κανόνες σε σμίκρυνση και αναδρομή.

Στο 21 «Ω Άρωμα Παραμυθένιου Περασμένου Χρόνου» χρησιμοποιεί και τα οκτώ όργανα  Ο Πιερότος θυμάται περασμένες στιγμές και δίνει έτσι την ευκαιρία στον Σένμπεργκ να χρησιμοποιήσει πράες τρίτες και σύμφωνες τριαδικές συγχορδίες του αρμονικού συστήματος που έχει εγκαταλείψει. Η απαγγελία του Πιερότου σβήνει μέσα σε ένα πιανίσιμο.

Πέρα όμως από την περιγραφή του έργου είναι δυνατόν σε αυτό να ανιχνευτούν οι ραγδαίες μεταβολές που επέρχονται στην μουσική του μέλλοντος.  Πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ατονικότητα. Η ατονικότητα ως μουσικός όρος, αναφέρεται στην ανυπαρξία ενός καθορισμένου τονικού κέντρου, με αποτέλεσμα την άρση του αισθήματος της τονικότητας. Η τονικότητα είχε επικρατήσει στον ευρωπαϊκό χώρο από τον 19ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, αν και ήδη από τον 17ο ανιχνεύονται κάποια δείγματα ατονικής μουσικής.  Η διεύρυνση του τονικού συστήματος από τους Βάγκνερ και Στράους, έφτασε την τονική μουσική στα όριά της.

Τα πρώτα ατονικά έργα του Σένμπεργκ χρονολογούνται από το 1908. Με την ατονικότητα επέρχονται στην μουσική κάποιες καίριες μεταβολές. Πρώτον η αρμονική και μελωδική γλώσσα είναι ατονικές. Σύμφωνα με τον Σένμπεργκ, με τη βαθμιαία εξασθένηση της τονικότητας και της ιεραρχίας των φθόγγων η μόνη δυνατότητα που μένει είναι να μην υπάρχει καθόλου τονικό κέντρο. Δεύτερον, στην ατονική μουσική καταργείται η σχέση σύμφωνων και διάφωνων διαστημάτων. Τέλος, αποδεσμεύονται οι συγχορδίες από καθορισμένες κατευθύνσεις, όπως αλυσίδες, πτώσεις κ.ά. Τέλος η ατονικότητα πέρα από τις παραπάνω αλλαγές επιφέρει μεταβολές στην μουσική γενικότερα.

Πρώτον θα πρέπει να αναφερθεί ότι ανανεώνονται παλιές και δημιουργούνται νέες μουσικές φόρμες. Το νέο ύφος της ατονικότητας απαιτεί την ανανέωση παλαιότερων μουσικών μορφών, όπως την φόρμα της σονάτας αλλά και την δημιουργία νέων όπως η συμφωνία δωματίου για ένα μέρος, οι σουίτες κομματιών για ορχήστρα, κύκλοι λίντερ κ.ά. Δεύτερον, σε σύγκριση με τα τονικά στα ατονικά έργα του Σένμπεργκ η εμπλοκή μουσικών θεμάτων και μοτίβων γίνεται με διαφορετικό τρόπο. Στον Σένμπεργκ υπάρχουν έργα αθεματικά, πολύθεματικά καθώς και όλοι οι ενδιάμεσοι τύποι. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί η αντίστιξη. Μάλιστα η ενασχόληση του Σένμπεργκ με τεχνικές αντίστιξης αποτελεί χαρακτηριστικό του ύφους του. Επιδιώκει να πετύχει ενότητα στη νέα του γλώσσα, μέσω οριζόντιων ηχητικών δομών.

Κατά την γνώμη μου είναι ένα έργο πολύ ενδιάφέρον. Δεν έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Μου θυμίζει όπερα, ακούγονται ξεκάθαρα όλα τα όργανα που χρησιμοποιούνται. Κάποιες φορές νομίζω πως χάνεται ο ρυθμός ή μπερδεύεται. Δεν είναι κάτι συνηθισμένο η εναλλαγή των οργάνων και η διαφορά των εντάσεων μέσα στο έργο είναι χαρακτηριστικά στοιχεία.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου κάνει στο λεπτό 3:20-3:28 που από την ύφεση ξαφνικά η μουσική μαζί με την φωνή της ερμηνεύτριας περνάνε σε μία φάση έξαρσης ενώ στο 3:18 υπάρχει μια χαρακτηριστική παύση. Ακούγοντας τη μουσική σε κάποια σημεία νομίζω πως απεικονίζεται ένα κομμάτι θλίψης 10:30-11:40 και έπειτα αλλάζει ο τόνος με μια μεγάλη παύση και δεν ξέρεις τι να περιμένεις, τι ακολουθεί. 13:14-13:50 όπου δημιουργείται αγωνία και οι ήχοι πάλι κλιμακώνονται. Γενικότερα τα συναισθήματα και οι εικόνες που μου δημιουργούνται είναι ανάμικτα και διαφορετικά.

Σύνδεσμοι ακρόασης

https://youtu.be/vQVkbKULKpI

https://youtu.be/x7VK6P3oudk

https://youtu.be/7vM4B1fNTQ8

https://youtu.be/bd2cBUJmDr8

Krzysztof Penderecki, Συμφωνία αρ. 8.

Α. Λ. (Β Θεάτρου), 15 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Κριστόφ ΠΕΝΤΕΡΕΤΣΚΙ, Συμφωνία αρ.8

Krzysztof Penderecki

Ήταν Πολωνός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Γεννημένος στη Ντένμπιτσα, σπούδασε μουσική στο Γιαγκιελόνιο Πανεπιστήμιο και στην Μουσική Ακαδημία της Κρακοβίας. Η καριέρα του ξεκίνησε ως σύνθετης το 1959. Στις 29 Μαρτίου 2020, ο Πεντερέτσκι πέθανε στο σπίτι του στην Κρακοβία της Πολωνίας μετά από μακρά ασθένεια.

Η κληρονομιά του Πεντερέτσκι είναι πλούσια, τα πιο γνωστά του κομμάτια είναι τα Θρηνωδία στα θύματα της Χιροσίμα, Συμφωνία Νο. 3, Πάθος του Αγίου Λουκά, Πολωνικό Ρέκβιεμ, Ανάκλασις και Ουτρένια. Η πρώτη του όπερα όμως ήταν η Διάβολοι της Λουντάν, που δεν πήρε τη σωστή απήχηση. Παραταύτα στη ζωή του είχε κερδίσει πολλά βραβεία.

Συμφωνία αρ.8

Η Συμφωνία Νο. 8 «Lieder der Vergänglichkeit» είναι μια χορωδιακή συμφωνία σε δώδεκα σχετικά σύντομα κομμάτια που βάση έχουν γερμανικά ποιήματα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 2005 και κράτησε 35 λεπτά. Ο σύνθετης μας, ξανά έφτιαξε τη συμφωνία το 2007 και το κομμάτι επεκτάθηκε σε περίπου 50 λεπτά.

Εντυπώσεις

Προσωπικά από όλο το βίντεο που είναι περίπου 35 λεπτά έμενα με ενθουσίασε το ενός λεπτού κομμάτι 11:00 – 12:00 γιατί χωρίς πολλά όργανα, μόνο με το βιολί και την φωνή του βαρύτονου η μουσική σου βγάζει ανάμεικτα συναισθήματα, δηλαδή άγχος και αγωνία (από το βιολί) και μια ηρεμία (από την φωνή). Παραταύτα η όλη συμφωνία έχει πολλές μεταβολές στον ρυθμό και αυτό είναι που ενθουσιάζει. Ενώ ο συνθέτης έχει μπλέξει λίγα μουσικά όργανα μπορώ να ονομάσω το βιολί.

Επίλογος

Η εργασία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα γιατί με παρότρυνε στο να ακούσω μουσική που δεν ακούω συνήθως.

Arnold Schoenberg, Φεγγαρίσιος Πιερότος

Α. Α. (Γ Θεάτρου), 14 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Arnold Schoenberg - Pierrot Lunaire, Op. 21

O Άρνολντ Σένμπεργκ είναι ο δημιουργός του έργου Φεγγαρίσιος Πιερότος. Το έργο ανήκει στην περίοδο δημιουργίας του που χαρακτηρίζεται ατονική – εξπρεσιονιστική.

Arnold Schoenberg

Ο καλλιτέχνης γεννήθηκε στην Βιέννη, άρχισε να μελετά βιολί από τα οκτώ του χρόνια και σύντομα έκανε τα πρώτα του βήματα στην σύνθεση. Μετά από λίγο καιρό γνωρίζεται με ένα νέο μουσικό τον Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκυ, ο οποίος του παρέδωσε μαθήματα μουσικής. Αυτή ήταν και η μόνη μουσική παιδεία που έλαβε ποτέ. Χάρη στον δάσκαλό του, ο Σένμπεργκ εισάγεται στην μουσική ελίτ της Βιέννης.

Φεγγαρίσιος Πιερότος

Όσον αφορά τον Φεγγαρίσιο Πιερότο, το 1884 ο βέλγος ποιητής Άλμπερ Ζιρώ εκδίδει ένα κύκλο πενήντα μικρών ποιημάτων με τον ίδιο τίτλο που αργότερα θα υιοθετήσει και ο Σένμπεργκ. Ο πιερότος είναι ο ποιητής – κατεργάρης – κλόουν με τους χαρακτηριστικούς μορφασμούς στο λευκό σαν κιμωλία πρόσωπό του. Τα ποιήματα με τις αιφνίδιες μεταπτώσεις διάθεσης, από την ενοχή και την κατάθλιψη έως την εξιλέωση και την διασκέδαση, φλογίζουν την φαντασία του Σένμπεργκ. Επιλέγει είκοσι ένα ποιήματα και τα επενδύει μουσικά για γυναικεία φωνή και ένα σύνολο δωματίου πέντε εκτελεστών που παίζουν οκτώ όργανα: πιάνο, φλάουτο – πίκολο, κλαρινέτο – μπάσο, βιολί – βιόλα και τσέλο. Χαρακτηριστικό της όλης σύνθεσης είναι το «ομιλούμενο τραγούδι» που χρησιμοποίησε ο Σένμπεργκ. Πρόκειται για ένα νέο ύφος κατά το οποίο η φωνητική μελωδία εκφέρεται περισσότερο προφορικά παρά άδεται σε ακριβή ύψη και με αυστηρή ρυθμική. Το αποτέλεσμα είναι μια εξώκοσμη, αλλόκοτα εντυπωσιακή φωνητική γραμμή.

Παράδειγμα αποτελούν τα ποιήματα Αρ. 18 και 21. Στο 18 «Η Φεγγαροκηλίδα», ο Πιερότος ενοχλείται από μια λευκή κηλίδα στο κολάρο του μαύρου του σακακιού. Η δυσχερής θέση του ενέπνευσε τον Σένμπεργκ αντιστίξεις περίπλοκες και θεαματικές. Το πιάνο αποδίδει μια τρίφωνη φούγκα καθώς τα υπόλοιπα όργανα ξεδιπλώνουν αυστηρούς κανόνες σε σμίκρυνση και αναδρομή. Ο Πιερότος θυμάται περασμένες στιγμές και δίνει έτσι την ευκαιρία στον Σένμπεργκ να χρησιμοποιήσει πράες τρίτες και σύμφωνες τριαδικές συγχορδίες του αρμονικού συστήματος που έχει εγκαταλείψει. Η απαγγελία του Πιερότου σβήνει μέσα σε ένα πιανίσιμο. Πέρα όμως από την περιγραφή του έργου είναι δυνατόν σε αυτό να ανιχνευτούν οι ραγδαίες μεταβολές που επέρχονται στην μουσική του μέλλοντος. Πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ατονικότητα. Η ατονικότητα ως μουσικός όρος, αναφέρεται στην ανυπαρξία ενός καθορισμένου τονικού κέντρου, με αποτέλεσμα την άρση του αισθήματος της τονικότητας.

Η τονικότητα είχε επικρατήσει στον ευρωπαϊκό χώρο από τον 19ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, αν και ήδη από τον 17ο ανιχνεύονται κάποια δείγματα ατονικής μουσικής. Η διεύρυνση του τονικού συστήματος από τους Βάγκνερ και Στράους, έφτασε την τονική μουσική στα όριά της. Τα πρώτα ατονικά έργα του Σένμπεργκ χρονολογούνται από το 1908. Με την ατονικότητα επέρχονται στην μουσική κάποιες καίριες μεταβολές.

Προσωπική εκτίμηση:

Το μουσικό έργο Πιερότος, είναι πολύ ενδιαφέρον, αν και δεν ανήκει στα ακούσματα μου. Είναι γεμάτο ένταση και δραματικότητα. Σε ταξιδεύει σε κόσμους απόκοσμους και σε καταστάσεις αλλόκοτες….Ακόμη και η όψη του πιερότου, δημιουργεί συναισθήματα θλίψης.

Πιέρ Μπουλέζ, Αντίφωνα

Θ. Ι. (Γ Θεάτρου), 15 Δεκεμβρίου 2021

Βιογραφία:

Ο Πιερ Μπουλέζ γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1925, στο Μονμπριζόν στη Γαλλία. Σε μικρή ηλικία πήρε μαθήματα πιάνου, έπαιξε μουσική δωματίου με ντόπιους ερασιτέχνες μουσικούς και τραγούδησε στη σχολική χορωδία. Στα τέλη του 1943, ο Μπουλέζ μπήκε στην προπαρασκευαστική τάξη αρμονίας του Ζ. Νταντελό στο Ωδείο του Παρισιού. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως μουσικός διευθυντής της θεατρικής εταιρείας «Ρενό-Μπαρό» στο Παρίσι και από τη δεκαετία του 1970 και μετά, ήταν σκαπανέας του δομικού ηλεκτρονικού μετασχηματισμού της μουσικής σε πραγματικό χρόνο. Έχει πολύ σημαντικά έργα όπως τις Ιδιοκατοχές (1968), το Αρχικό (1987), τα Αντίφωνα (1984) και πολλά άλλα. Ο Μπουλέζ απεβίωσε στις 5 Ιανουαρίου του 2016 στο Μπάτεν-Μπάτεν.

Το Έργο:

Α) Πτυχή προς πτυχή και Απάντηση ή Αντίφωνα (Répons) είναι ένα ατονικό έργο που ο Μπουλέζ δημιούργησε το 1980 και το μεγάλωσε μετά το 1984 στην τελική του μορφή. Την πρεμιέρα του την έκανε στο φεστιβάλ Donaueschingen στις 18 Οκτωβρίου του 1981. Το έργο είναι γραμμένο για έξι σολίστες: άρπα, ορχηστρικό σαντούρι (cimbalom), δύο πιάνα, βιμπράφωνο και ξυλόφωνο, μεγάλη ορχήστρα δωματίου και ηλεκτρονικά όργανα. Είναι το πρώτο σημαντικό έργο που προέκυψε από τις προσπάθειες του Μπουλέζ στο IRCAM (ένα ινστιτιούτο στο Παρίσι). Ο τίτλος του αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η σύνθεση είναι κατασκευασμένη σε διάφορους τύπους αποκρίσεων: τους ακουστικούς ήχους και τις ηλεκτρονικές αποκρίσεις σε αυτές καθώς και τη μεσαιωνική ιδέα του αντικατοπτρισμού μεταξύ παικτών και ηχείων σε διαφορετικά σημεία της αίθουσας συναυλιών.

Το βίντεο: Pierre Boulez - Répons, Salzburg Festival Concert, 1992

Με βάση το βίντεο ο Πιέρ Μπουλέζ ήταν μαέστρος, ο Μισέλ Κερούτο ήταν στο κύμβαλο, ο Ντάνιελ Τσιαμπολίνι στο ξυλόφωνο, ο Βίνσεντ Μπαουερ στο βιμπράφωνο, ο Πιέρ Λορεντ Εμαρντ στο ένα πιάνο, ο Φλορεντ Μποφαρντ στο δέυτερο πιάνο και ηλεκτρονικό όργανο και η Μαρι Κλαιρ Τζαμετ στην άρπα. Αν και το βίντεο ανέβηκε στο youtube το 2015, είναι ζωντανή μετάδοση από το φεστιβάλ Salsburg to 1992. Το έργο θεωρείται το πιο όμορφο, λεπτομερές και διαφορετικό κομμάτι του Μπλουέζ.

Η Εντύπωσή μου:

Λάτρεψα κάθε κομμάτι του έργου. Αν και είναι ένα παλιό έργο φαίνεται τόσο φρέσκο και διαφορετικό. Η ενορχήστρωση δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ακριβής. Το κάθε όργανο συνέβαλε με τον δικό του τρόπο στο έργο και το έκανε τόσο ξεχωριστό. Τα όργανα άλλαζαν συνέχεια ρυθμό από αργά σε γρήγορα https://youtu.be/JhQ2AZsK7Os?t=944 και από χαμηλά ψηλά. Αυτό μου έφερε ένα περίεργο συναίσθημα. Αν και δεν το καταλαβαίνω μου φέρνει ένα συναίσθημα άγχους αλλά και ηρεμίας ταυτόχρονα. Και πιστεύω γι’ αυτό μου αρέσει και τόσο.

Επίλογος:

Αν και το πρώτο ατονικό έργο που έχω ακούσει μου άρεσε πάρα πολύ. Είμαι ευχαριστημένος από την εργασία αν και δεν κατάφερα να βρω όλες τις πληροφορίες. Δεν με δυσκόλεψε πάντως κάτι συγκεκριμένο. Εντυπωσιάστηκα με τις πληροφορίες που βρήκα και έμαθα αρκετά πράγματά που δεν ήξερα. Πιστεύω πως άξιζε κάθε λεπτό.

Άλμπαν Μπέργκ, Κονσέρτο για Βιολί

Κ. Ά. (Γ Θεάτρου), 15 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Berg, Violin Concerto

Άλμπαν Μπέργκ

Γεννήθηκε στην Βιέννη και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας. Απο μικρη ηλικία τον κέρδισε η λογοτεχνία περισσότερο απο ότι η μουσική. Στην ηλικία των δεκαπέντε άρχισε να συνθέτει μόνος του μουσική αν και δεν είχε κάποια ιδιαίτερη κατάρτηση πάνω σε αυτόν τον τομέα. Έγινε μαθητευόμενος του Άρνολντ Σένμπεργκ, όπου και μαζί παρακολούθησαν μαθήματα αρμονίας και θεωρίας. Οι δυο τους είχαν στενή σχέση καθώς ο Αλμπαν έβλεπε τον Άρλολντ σαν το πατρικό του πρώτυπο καθώς εκεινός είχε χάσει τον πατέρα του απο μικρή ηλικία. Τέλος ο Άλμπαν πέθανε τα Χριστούγεννα του 1935 στην Βιέννη που εγκαστάθηκε αφού υπηρέτησε τον αυστριακό στρατό. Το πιο γνωστο του έργο θεωρείται το ελεγειακο Κονσέρτο για Βιολί, που ήταν αφιερωμένο στην Μανόν ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι που έχασε την ζωή της απο πολιομυελίτιδα. Πρόκειται για ένα έργο που συνδιάζει την ατονικότητα με αρμονικά περάσματα με την μουσική παράδοση άλλων εποχών.

Κονσέρτο για Βιολί

Το Κονσέρτο με Βιολι ήταν μια απρόσμενη μα απαραίτητη για οικονομικούς λόγους παραγγελία απο τον βιολιστή Λούις Κράνσερ και με τον θάνατο της Μανόν επιτυχάνθηκε η ολοκλήρωση του. Το έργο παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Καταλανικής Μουσικής στην Βαρκελώνη, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του συνθέτη στις 19 Απριλιου του 1936. Ερμηνεύτηκε απο την βραβευμένη βιολίνστρια Alina Pogostkina με Γερμανορωσική καταγωγή και τον Γερμανό Νταβιντ Αφκχαμ που διεύθυνε την Συμφωνική Ορχήστρα. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε το 2013 στο Μέγαρο Μουσικής του Γκέτεμποργκ.

Το κονσέρτο χωρίζεται σε δύο ενότητες. Το πρώτο μέρος απεικονίζει την Μανόν ζωντανή και το δεύτερο την ασθένεια της, τον θάνατο της και το πέρασμα της ψυχής της. Μια έρευνα αποκάλυψε ότι υπάρχει ένα μυστικό πρόγραμμα σε λειτουργία. Ο γάμος του Μπέργκ ήταν υποδειγματικός, αλλά στην πραγματικότητα αγαπούσε μια άλλη γυναίκα την Hanna Fuchs-Robettin. Eκτός από τα αρχικά των ονομάτων και την χρήση τους στο κονσέρτο, κατασκεύασε ένα έργο από αριθμούς που ήταν σημαντικοί για αυτόν. Ο αριθμός 10 συνδεόταν με την Χάνα και ο αριθμός 23 είχε ιδιαίτερη σημασία για εκείνον καθώς πίστευε πως ήταν η ημερομηνία του θανάτου του. Αλλά και γιατί είχε ιδρύσει ένα μουσικό περιοδικό με τον τίτλο 23 με τον Willi Reich.

Στο βίντεο στο Youtube, διακρίνουμε μια ένταση συναισθημάτων σε όλο το κονσέρτο και μία αίσθηση τονικότητας που έχουμε σε κάποιες στιγμές του κονσέρτου. Η ορχήστρα περιλαμβάνει δύο τρομπόνια και ένα σαξόφωνο και διευθύνεται τέλεια απο τον Boulez.

Επίλογος

Θεωρώ οτι είναι ένα έργο που δεν περνάει αδιάφορο καθώς κρύβεται μια ενδιαφέρουσα ιστορία από πίσω και πολλές μουσικές λεπτομέρειες που πρέπει να προσέξεις. Τέλος είναι συγκινητικό που είναι αφιερωμένο στην Μανόν.

Νίκος Σκαλκώτας, 10 σκίτσα για κουαρτέτο εγχόρδων

Ου. Ε. (Γ Θεάτρου), 14 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Nikos Skalkottas: Ten Sketches for Strings

Νίκος Σκαλκώτας - Βιογραφικά

Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1904, σε μουσική οικογένεια. Το 1909 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πολύ πρώιμα φανέρωσε μεγάλο μουσικό ταλέντο και πέντε χρόνων ξεκίνησε μαθήματα βιολιού. Το 1912 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1920 και πήρε δίπλωμα βιολιού, χρυσό μετάλλιο και υποτροφία Συγγρού. Το 1921, με Αβερώφειο υποτροφία, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Μουσικής, στην τάξη βιολιού του Βίλλυ Ες. Το Βερολίνο, μαζί με το Παρίσι, ήταν τότε το σπουδαιότερο μουσικό κέντρο της Ευρώπης. Εκεί βρίσκονταν πολλοί από τους μεγαλύτερους συνθέτες και μουσικούς, όπως οι Σένμπεργκ, Μπεργκ, Μπουζόνι, Φουρτβένγκλερ, Κλέμπερερ κ.ά. Γύρω από τον Άρνολντ Σένμπεργκ αναπτύχθηκε το κυριότερο ίσως ιστορικά ρεύμα μουσικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, η σχολή των συνθετών της ατονικής και δωδεκάφθογγης σύνθεσης.

Το 1923 ο Σκαλκώτας αποφάσισε να στραφεί οριστικά στη σύνθεση, εγκαταλείποντας την προοπτική σταδιοδρομίας του σολίστ βιολιού. Σπούδασε αρχικά σύνθεση με γνωστούς συνθέτες, όπως τον Πάουλ Γιουόν, για μικρό διάστημα με τον Κουρτ Βάιλ και στη συνέχεια τον Φίλιπ Γιάρναχ. Το 1927, έχοντας νέα υποτροφία από τον Εμμανουήλ Μπενάκη, έγινε μέλος στην περίφημη τάξη σύνθεσης του Σένμπεργκ στην Ακαδημία Τεχνών. Τελικά το 1933, η αδιέξοδη οικονομική του κατάσταση τον υποχρέωσε να γυρίσει στην Ελλάδα. Επιστρέφοντας άφησε πίσω του για πάντα όλη την εκεί ζωή του, το κέντρο της ευρωπαϊκής μουσικής, καθώς ακόμη και τα περισσότερά του έργα, που έμειναν ως ενέχυρο για οφειλόμενα ενοίκια στη σπιτονοικοκυρά του.
Η ζωή τού Σκαλκώτα στην Αθήνα και το μουσικό περιβάλλον της υπήρξε ώς το τέλος, πικρή και δύσκολη. Ως συνθέτης ο Σκαλκώτας στην Αθήνα εργάστηκε σχεδόν ολότελα απομονωμένος. Η μουσική του, ακόμη και ύστερα από τον θάνατό του, αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία, έλλειψη κατανόησης, αντίδραση, λόγω της ατονικής γλώσσας και των τεχνικών της απαιτήσεων. Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστα Μαρία Παγκαλή και απέκτησαν δύο γιους. Το 1949, δύο ημέρες πριν από τη γέννηση του δεύτερου γιου, ο Σκαλκώτας πέθανε απροσδόκητα από κρίση παραμελημένης κήλης, σε ηλικία σαράντα πέντε ετών.

Το έργο του

Ο Σκαλκώτας, παρά τη σύντομη ζωή του, άφησε μεγάλο έργο. Οι συνθέσεις του, περί τις 110, περιλαμβάνουν κάθε μουσικό είδος (εκτός της όπερας): συμφωνικά έργα, έργα για έγχορδα και για πνευστά, μπαλέτα, μουσική δωματίου, έργα για σόλο όργανα, φωνητικά έργα, σκηνική μουσική. Ανάμεσα στα έργα του μπορούν να αναφερθούν: οι δύο μεγάλες Συμφωνικές Σουίτες για ορχήστρα, η Εισαγωγή, Η επιστροφή του Οδυσσέα, οι 36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα, το Παραμυθόδραμα «Με του Μαγιού τα Μάγια», εννέα κοντσέρτα (τέσσερα για πιάνο, για δύο πιάνα, για βιολί, δύο βιολιά, βιολί και βιόλα, κοντραμπάσο και ορχήστρα), τα μπαλέτα Η Λυγερή και ο Χάρος, Τέσσερις Εικόνες, Η θάλασσα, η Κλασική Συμφωνία για πνευστά, τα Δέκα Σκίτσα και η Μικρή Σουίτα για έγχορδα, τέσσερα κουαρτέτα εγχόρδων, το οκτέτο, τα τρίο, έργα για βιολί και πιάνο, η σονάτα για σόλο βιολί, κομμάτια για βιολοντσέλο και πιάνο, ο κύκλος έργων για πνευστά και πιάνο, τα 32 Κομμάτια για πιάνο, έργα για πιάνο, τα 16 Τραγούδια.

Δέκα Σκίτσα για Έγχορδα

Τα γνωστά Δέκα Σκίτσα για Έγχορδα του Σκαλκώτα, έχουν τον πλήρη τίτλο Δέκα Κομμάτια για Κουαρτέτο Εγχόρδων (Σκίτσα). Ο όρος «σκίτσα», είναι εδώ αμφισήμαντος: σημαίνει τόσο τη μουσική υφή του κάθε κομματιού, όσο και το γεγονός ότι, στο βαθμό που ο συνθέτης φρόντισε να το γράψει σε μια και μόνο σελίδα παρτιτούρας, μπορούσε να κοιταχτεί με μια μόνο ματιά, σαν σκίτσο ζωγραφικής. Έτσι, δέκα σκίτσα είναι επίσης δέκα σελίδες παρτιτούρας. Σε ειδικό του άρθρο («Θεωρία και πράξη των μουσικών κανόνων»), ο Σκαλκώτας θα εξηγήσει ότι η περιοχή της μουσικής διαφέρει από εκείνες των άλλων τεχνών, λ.χ. της ζωγραφικής, επί τη βάσει των «αυστηρών κανόνων» που ακολουθεί η κάθε μία τέχνη. Η μουσική, επομένως, είναι μουσική επειδή δομείται στο πλαίσιο ειδικής κατηγορίας κανόνων, των «αυστηρών» ή «μουσικών κανόνων». Όμως, η μετατροπή μιας «ιδέας» από τη μια μορφή στην άλλη, και συνακόλουθα από τη μια τέχνη στην άλλη (λ.χ. από την λογοτεχνία, από τη φωτογραφία ή από τον κινηματογράφο στη μουσική), είναι μια αντίληψη που θα γοητεύει τον Σκαλκώτα ως το τέλος της ζωής του.

Το έργο αυτό γράφτηκε πιθανώς αμέσως μετά το 4ο Κουαρτέτο Εγχόρδων, και αποτελεί το κρίσιμο βήμα του συνθέτη προς την περιοχή του σύντομου, χαρακτηριστικού κομματιού. Τα Δέκα Σκίτσα είναι έργο που παίχτηκε κατ’ επανάληψιν. Δισκογραφήθηκε, εκτιμήθηκε και αγαπήθηκε από τους μουσικούς, τους κριτικούς και από το κοινό της “σκαλκωτικής” μουσικής. Ο ίδιος ο συνθέτης τους, επεξεργάστηκε μιαν εκδοχή τους για ορχήστρα εγχόρδων, την οποία συνόδευσε με μια Μικρή Σουίτα για έγχορδα όργανα, για την οποία προβλέπονται δυο μορφές εκτέλεσης, από μεγάλο και από μικρό έγχορδο σύνολο.

Τα Δέκα Σκίτσα, ως τρόπος γραφής για έγχορδα, βασίζονται στην πυκνή εναλλαγή τρόπων σύνθεσης, γραφής και παιξίματος για έγχορδα οριζοντίως και καθέτως. Μέσα από την εναλλαγή αυτή διακρίνονται με σαφήνεια τα θεμελιακά στοιχεία της σκαλκωτικής σύνθεσης, τα θεματικά και τα συνοδευτικά τους (αντιστίξεις, φιγούρες, συγχορδίες κτλ.), και οι «μορφές» ή «εικόνες» όπου ο τρόπος παιξίματος (πιτσικάτα, γκλισάντα κτλ.) έρχεται σε πρώτο πλάνο. Τα δύο αυτά στοιχεία, τα «θεματικά» και τα «εικονικά», διατάσσονται, εν συνεχεία, ιεραρχικά, ώστε τα εικονικά εξαρτώνται από τα θεματικά ως εισαγωγές (σπανιότερα, σ’ αυτό το έργο), ως αναπτύξεις, κόντες, επεισόδια κτλ. των θεματικών. Η σαφής ιεραρχία αυτή συμβάλλει στην σαφή αναπαράσταση της ιδέας του κάθε κομματιού, ως μέθοδος που θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί με την προοπτική της ζωγραφικής. Ο Σκαλκώτας, καθώς έχει έναν έγχορδο ήχο ομοιογενή, δεν θεωρεί σκόπιμο να διπλασιάσει το ένα έγχορδο όργανο με το άλλο, κι έτσι η «ενορχηστρωτική» διάσταση της γραφής για έγχορδα αναπτύσσεται σύμμορφα με την δυνατότητα του συνθέτη να διαφοροποιήσει τον έγχορδο ήχο κατακορύφως. Από την ενορχηστρωτική διάσταση της σκαλκωτικής τέχνης ως εκ τούτου, παραλείπεται εδώ ως έκφραση οικονομίας, η τεχνική των απλών ή επεξεργασμένων διπλασιασμών.

Δέκα σκίτσα για Έγχορδα: Τα Μέρη

  1. Η «Συμφωνία» (Αλέγκρο τζούστο). Αμεση εφαρμογή της ιδέας της «Πραγματείας της Ενορχήστρωσης» για μια «Συμφωνία για ορχήστρα εγχόρδων οργάνων» (για την οποία βλ. παραπάνω, στην εξέταση του 4ου Κουαρτέτου για Έγχορδα). Το θέμα με το οποίο εισάγεται το Σκίτσο είναι τέτοιο ώστε, σε μια πλήρη του ανάπτυξη, θα μπορούσε να δώσει το πρώτο μέρος μιας διθεματικής φόρμας σονάτας συμφωνικών διαστάσεων.

  2. Το «Κοντσέρτο» (Βιβάτσε) βασίζεται στη μουσική ιδέα της βιρτουοζίστικης γραφής, η οποία αντιπροσωπεύεται εδώ από την κίνηση των οργάνων σε δέκατα έκτα. Ορισμένες ενδείξεις φραζαρίσματος έχουν σκοπό να παραπέμψουν στο «παλιό ύφος», του κλασικού και προκλασικού κοντσέρτου.

  3. Η «Πασακάλια» (Μοντεράτο μόλτο) στηρίζεται σε ένα μπάσο οστινάτο του βιολοντσέλου, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί τα τεχνικά στοιχεία του γκλισάντο και του πιτσικάτο. Στην κίνηση των ανωτέρων φωνών του υποβλητικού αυτού Σκίτσου, τον τόνο δίνει η αντιστικτική κίνηση των γραμμών, η οποία τονίζεται με την διαδοχική και όχι ταυτόχρονη είσοδο των τριών οργάνων στην ανιούσα κατεύθυνση (βιόλα, β’ βιολί, α’ βιολί). Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της γραφής, εδώ, είναι οι συχνές αλλαγές μέτρων.

  4. Η «Σουίτα» (Αλέγκρο μοντεράτο) αποτελεί ηθελημένη αναφορά στην προκλασική σουίτα. Η αναφορά αυτή επιτελείται μέσα από δύο κυρίως στοιχεία, τον έντονα αντιστικτικό τρόπο της γραφής, ο οποίος εξελίσσεται στον αρμονικό τρόπο και στις τεχνικές εικόνες μόνο στην κόντα, και από μοτίβα οικεία στους προκλασικούς, λ.χ. στον Μπαχ.

  5. Το «Κοντσερτίνο» {Αλεγκρέττο κον γκράτσια) αποτελεί μια συνέχεια του ειδικότερου τρόπου σκέψης πάνω σε προκλασικά πρότυπα της «Σουίτας» που προηγήθηκε, και βασίζεται εν πολλοίς σε μοτίβα εκείνης, των οποίων δίνει μιαν εντελώς διαφορετική εκδοχή και ανάπτυξη. Η κεντρική ιδέα του υποκοριστικού (και γενικότερα των υποκοριστικών στον Σκαλκώτα: «σονατίνα», «κοντσερτίνο», «συμφωνιέτα», «μικρή σουίτα») είναι η απλοποίηση, η οποία όμως δίνει αφορμή σε φόρμες συχνά πιο πρωτότυπες, βαθιές και πολύπλοκες από των αντιστοίχων «μεγάλων» μορφών (σονάτα, κοντσέρτο, συμφωνία, σουίτα).

  6. Η «Σερενάτα» (Ανταντίνο) αποτελεί το δεύτερο αργό κομμάτι της σειράς. Εξαιρετικά μελωδική, και απλή στη μελωδία της, πιο ομοφωνική στη σύλληψή της σε σχέση με τα άλλα κομμάτια, παίζεται ολόκληρη με σουρντίνες.

  7. Το «Ράγκταϊμ» (Τέμπο ντι Ράγκταϊμ) αποτελεί την πρώτη σαφή αναφορά σε μοντέρνες χορευτικές φόρμες στο πλαίσιο των Δέκα Σκίτσων, των οποίων η αναφορά είναι μέχρι στιγμής, κυρίως κλασική και προκλασική. Η κεντρική ιδέα των χορών που γράφει ο Σκαλκώτας είναι το χτίσιμο του ρυθμικού στοιχείου του χορού μέσα στην απόλυτη φόρμα.

  8. Το «Νυχτερινό» (Μόλτο εσπρεσίβο) είναι το τρίτο και τελευταίο αργό κομμάτι ανάμεσα στα Δέκα Σκίτσα και παίζεται επίσης με σουρντίνα. Ομοφωνικό στην σύλληψή του, λυρικό και μελωδικό, στηρίζεται σε πλατιές μελωδίες, στις οποίες τα μεγάλα διαστήματα εναλλάσσονται με τα μικρά, και οι οποίες ξεκινούν σε μιαν έγχορδη ομάδα και συνεχίζονται σε παράλληλη κίνηση δύο έγχορδων ομάδων (συνήθως του πρώτου με το δεύτερο βιολί).

  9. Το «Καπρίτσιο» (Βιβατσίσιμο -ριτμάτο-), στηρίζεται στο στοιχείο του εμμόνου ρυθμικού σχήματος, όπως και το αντίστοιχο Καπρίτσιο, αρ. 30 από τα 32 Κομμάτια. Η μουσική αντιθέτει την έμμονη επανάληψη ενός συντόμου μοτίβου (δύο δέκατα έκτα και ένα όγδοο), στην ρευστοποίησή του σε μια κίνηση περπέτουο, σε δέκατα έκτα.

  10. Το «Ρόντο» (Πρέστο) είναι, στην ουσία, ένας ελληνικός χορός (Καλαματιανός), σε 7/8. Η μελωδία μάλιστα του δεύτερου βιολιού, η οποία εμφανίζεται προς το τέλος του κομματιού, έχει προφανή συγγένεια και παρόμοιο μορφολογικό ρόλο με την μελωδία του Καλαματιανού από τους “Ελληνικούς Χορούς” (τον όγδοο της πρώτης σειράς). Στην έκταση του Σκίτσου αυτού ο Σκαλκώτας δεν παίζει μόνον με τις νότες, αλλά και με τις παύσεις, καθώς διασπείρει παύσεις ολοκλήρων μέτρων στα διάφορα όργανα του κουαρτέτου, και κινείται με δύο ή με τρία απ’ αυτά, ενώνοντάς τα σε τέσσερα σε εξαιρετικά σημεία της φόρμας: στις αρχές, στα κορυφώματα και στις καταλήξεις των ενοτήτων.

Προσωπικές παρατηρήσεις επί του έργου

Τα σχόλια αφορούν στο ragtime που αποτελεί το έβδομο μέρος των 10 σκίτσων για έγχορδα του Νίκου Σκαλκώτα. Nikos Skalkottas -Ragtime from the 10 sketches Το κομμάτι είναι ερεθιστικό, ανάλαφρο και ζωηρό, με συνεχή ξεσπάσματα που οδηγούν τον ακροατή σε εκρήξεις. Ο δημιουργός κινείται με νεύρο και σαρκασμό, με περιπαιχτική διάθεση αλλά ενώ σε έχει ξεσηκώσει σε αφήνει στον αέρα με την απότομη ολοκλήρωσή του.

Διάφορες εκτελέσεις του έργου - παρτιτούρες

Νέο Ελληνικό κουαρτέτο Γεώργιος Δεμερτζής, βιολί Δημήτρης Χανδράκης, Πάρης Αναστασιάδης, βιόλα, Απόστολος Χανδράκης

Κουαρτέτο Εγχόρδων “Αιμίλιος Ριάδης” ζωντανή ηχογράφηση 14 Μαίου 2014, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, βιολί Ανδρέας Παπανικολάου, Δημήτρης Χανδράκης, βιόλα Chara Seira, τσέλο Lila Manola.

Το Κουαρτέτο Εγχόρδων “Αιμίλιος Ριάδης” ιδρύθηκε το 2005 και πήρε το όνομά του από τον σπουδαίο Θεσσαλονικιό συνθέτη. Σήμερα θεωρείται από τα πιο δραστήρια και διακεκριμένα σύνολα μουσικής δωματίου στην Ελλάδα. Έχει συνεργαστεί με διακεκριμένους Έλληνες και ξένους σολίστ, ανάμεσα στους οποίους οι Απόστολος και, Βαρβάρα Τσαμπαλή, Νίκος Δημόπουλος, Alain Meunier και Jean-Christophe Charron, σε εμφανίσεις σε σημαντικές αίθουσες όπως η Αίθουσα Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, το Θέατρο Παλλάς της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, το Ινστιτούτο Γκαίτε κ.α., αποσπώντας ενθουσιώδεις κριτικές. Το ρεπερτόριο του Κουαρτέτου περιλαμβάνει έργα από την κλασική περίοδο μέχρι τον 21ο αιώνα.

Ζωντανή ηχογράφηση από τη Φιλαρμονική του Λουξεμβούργου 12 Νοεμβρίου 2011.

Tetraktys quartet plays Skalkottas’ 10 Sketches for string quartet - IV. Suita

Παρτιτούρα του έργου: Βιβλιοθήκη Μεγάρου Μουσικής Αθηνών

Πηγές

Paul Lansky, Hop

Π. Χ. (Γ Θεάτρου), 14 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Paul Lansky - Hop

Paul Lansky

Ένας από τους πιο γνωστούς και πρωτότυπους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα στην μουσική είναι ο Paul Lansky. Είναι Αμερικανός συνθέτης που γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1944 στην Νέα Υόρκη. Σπούδασε στο Γυμνάσιο Μουσικής και Τέχνης του Μανχάταν, στο Queens College και στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του Lansky αφορούσε τη μουσική στον υπολογιστή, για την οποία τιμήθηκε το 2002 με ένα βραβείο ζωής από τη SEAMUS (την Εταιρεία Ηλεκτροακουστικής Μουσικής στις Ηνωμένες Πολιτείες). Σκοπός της μουσικής του πλέον είναι να δημιουργεί μια νέα προσέγγιση προς τον τονισμό και την αρμονία. Έτσι αργότερα από στα μέσα του 1990 ξεκίνησε να γράφει μουσική για ορχήστρες και όχι για υπολογιστές.

Αυτό οδήγησε στην σύνθεση πολλών εξαιρετικών του έργων. Ένα από αυτά είναι και το "Hop". Ένα τραγούδι που παίζεται μόνο με δύο όργανα, το βιολί και την μπαρίμπα. Το βιολί παρέχει το μεγαλύτερο μέρος του μακρόστενου μελωδικού υλικού, αν και έχει άφθονη ρυθμική δραστηριότητα και διπλές στάσεις που το κάνουν συχνά να ακούγεται περισσότερο σαν άκρως καλλιτεχνικό βιολί. Η μαρίμπα σημαδεύει αυτόν τον ήχο με τη χαρακτηριστική απαλή, ευδιάκριτη ποιότητα ήχου.

Οι δύο ερμηνευτές παίζουν συχνά ομόφωνο υλικό με ενδιαφέροντες τρόπους που συνδυάζουν έξυπνα τον ήχο των δύο οργάνων – για παράδειγμα, σε ένα σημείο ο μαριμιστής παίζει στις μπάρες με τα δάχτυλα ενώ ο βιολιστής χρησιμοποιεί την τεχνική pizzicato.

(1993) εκδότης: Schirmers, (μέσω Steve Weiss Music) ηχογράφηση: BMG/Catalyst 62667-2 , Πρώτη παράσταση, Marimolin Ensemble Huddersfield Festival, Huddersfield, Αγγλία, 25 Νοεμβρίου. Μάλιστα έχει καλές κριτικές όχι μόνο για το συγκεκριμένο του έργο αλλά και συνολικά:

"Εκτός από την άψογη κατανόηση πολλών στυλ, ο Lansky έχει μια φυσική όρεξη για να ταιριάξει τα χρώματα των οργάνων με έναν τρόπο που είναι και εξαιρετικά ιδιωματικός και συναρπαστικά παράξενος. Το μπαρόκ μαζί με την Αναγέννηση εμπνέουν το "Ricecare Plus" για το κουαρτέτο εγχόρδων, το οποίο είναι, νομίζω, το πιο εντυπωσιακό έργο στον δίσκο, διαφανώς όμορφο... Αυτή είναι μια γνήσια ανακάλυψη."-Διεθνής Επιθεώρηση Ρεκόρ.

Στο έργο του, παίζει με την ένταση, από ψηλές νότες στις πιο χαμηλές και το αντίθετο. Όμως αυτό δίνει μια μικρή αγωνία αλλά και ανακούφιση. Όπου στο τέλος, φαίνεται σαν να είναι έτοιμο να τελειώσει, αλλά στην πραγματικότητα αυτό συνεχίζεται ήσυχα μέχρι που σταματά απότομα.

Συνοψίζοντας, ο Paul Lansky, είναι από τους πιο λαμπρούς συνθέτες ατονικής και ηλεκτρονικής μουσικής. Κάθε έργο του είναι και ένας γρίφος που περιμένει να ακουστεί για να λυθεί.

Βιβλιογραφία:

Νίκος Σκαλκώτας, Το Μοιρολόι της Μάνας (1944/49)

Τ. Ε. (Γ Θεάτρου), 14 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Νίκος Σκαλκώτας, Το Μοιρολόι της Μάνας

Εισαγωγή

Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 21 Μαρτίου 1904. Καταγόταν από την Τήνο και προερχόταν από οικογένεια μουσικών. Από την ηλικία των πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει βιολί. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Για ένα χρονικό διάστημα έμεινε στο Βερολίνο όπου εκεί έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν. Από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος. Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους. Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949. Ο Σκαλκώτας ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά το θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του. Εκτός από τα προχωρημένα (ατονικά) έργα του, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% της παραγωγής του, περίπου ένα 12% αφορά σε απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα. Σήμερα, ο Νίκος Σκαλκώτας θεωρείται ένας από τους σημαντικούς συνθέτες του 20ού αιώνα.

Το Έργο του συνθέτη

1η περίοδος (1927-1938). Περιλαμβάνει και την εποχή που ο Σκαλκώτας βρισκόταν στη Γερμανία. Εκείνη τη περίοδο, κυριαρχεί στα έργα του αυστηρός δωδεκαφθογγισμός.

Χαρακτηριστικά έργα της 1ης Περιόδου: + Οκτέτο (1931) + Πιάνο Τρίο (1936) + Συμφωνική Σουίτα Νο.1 (1929) Ένα τρίο πιάνου είναι μια ομάδα πιάνου και δύο άλλα όργανα, συνήθως ένα βιολί και ένα βιολοντσέλο, ή ένα μουσικό κομμάτι γραμμένο για μια τέτοια ομάδα.

Το Μοιρολόι της Μάνας

Η σύνθεση έγινε το 1943-4 και η ενορχήστρωση το 1949.

Το Μοιρολόι της Μάνας αποτελεί τη μουσική για το φινάλε του Παραμυθοδράματος «Με του Μαγιού τα Μάγια», έργο του Χρήστου Ευελπίδη. Γράφτηκε ως συμφωνική σκηνική μουσική και χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστη υφολογική διάσταση και πρωτοτυπία και είναι μία ιδιαίτερα σημαντική δημιουργία του Σκαλκώτα. Το έργο έχει 4 κύρια συμφωνικά μέρη Εισαγωγή – Παραμύθι – Μπαλλέτο, Χορός των Νεραιδών – Το Μοιρολόι της Μάνας, τα οποία είναι γραμμένα σε ελεύθερο ατονικό ιδίωμα. Αυτό διότι δεν ήταν αποτέλεσμα παραγγελίας προς το συνθέτη, πράγμα ασυνήθιστο, αλλά γράφτηκε με κίνητρο του ιδίου, προσβλέποντας στο μέλλον σε κάποια θεατρική ή ραδιοφωνική παραγωγή. Στο τελευταίο αυτό μέρος (Το Μοιρολόι της Μάνας) ολοκληρώνεται συμμετρικά το έργο ενώ επανέρχεται η κύρια θεματική ιδέα και μετασχηματίζεται σε θρήνο.

Κατά την διάρκεια της εισαγωγής νοιώθω μια απορία ως προς το τι θα ακολουθήσει. Στη συνέχεια (παραμύθι) η μελωδία του έργου σε γαληνεύει και σε ηρεμεί. Μετέπειτα (μπαλέτο ο ρυθμός γίνεται πιο ζωντανός με απότομες και συχνές παύσεις. Τέλος (μοιρολόι της μάνας) η μελωδία σοβαρεύει και γίνεται πιο αυστηρή. Το μουσικό όργανο που ακούγεται πιο έντονα κατά την διάρκεια του έργου είναι το βιολί.

Επίλογος

Τέλος θα ήθελα να επισημάνω πως η διαδικασία της εργασίας ήταν μια πολύ ευχάριστη ενασχόληση η οποία μου πρόσφερε νέες γνώσεις. Ήταν αρκετά χρονοβόρα εργασία ως προς την εύρεση πληροφοριών και την πλήρη κατανόηση τους. Θα ήθελα να σημειώσω πως δεν αναφέρονται όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες που ζητούνταν διότι δεν μπόρεσα να τις εντοπίσω.

Dmitri Shostakovich, String Quartet No. 12, Op. 133

Τ. Μ. (Γ Θεάτρου), 13 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Dmitri Shostakovich - String Quartet No. 13, Op. 138

Στην συγκεκριμένη ηχογράφηση, το έργο εκτελείται από το κουαρτέτο “Borodin”.

Η ζωή και το έργο του Shostakovich

Ο Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς είχε ρωσική καταγωγή και έδρασε στον χώρο της μουσικής κατά την Σοβιετική Περίοδο. Γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1906 στην Αγία Πετρούπολη και απεβίωσε στις 9 Αυγούστου 1975 στην Μόσχα, σε ηλικία 69 ετών.

Τα έργα του συγκεκριμένου συνθέτη είναι κυρίως τονικά με μία δόση ρομαντισμού, ενώ κάποια χαρακτηριστικά τους θεωρούνται ατονικά έχουν χρωματικότητα. Ο Σοστακόβιτς είχε μία προτίμηση στα έγχορδα και γι αυτό τον λόγο, δεν τα παρέλειπε ποτέ από τα έργα του, συνδυάζοντας τα πάντα με περίτεχνο και αξιοθαύμαστο τρόπο.

Το πιο ευρέως γνωστό έργο του είναι τονικό και ονομάζεται : The Second Waltz Μπορείτε να το ακούσετε στο παρακάτω λινκ:

André Rieu - The Second Waltz-Shostakovich

Το έργο που επέλεξα:

Το συγκεκριμένο έργο ονομάζεται “String Quartet No. 13”, Op. 138 και ήδη από την ονομασία του (Κουαρτέτο Εγχόρδων), μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο συνθέτης ακολούθησε το αγαπημένο του μοτίβο, δηλαδή την χρήση εγχόρδων. Συνελήφθη το 1969 για πρώτη φορά αλλά ολοκληρώθηκε το 1970 (περίοδος στην οποία ο Σοστακόβιτς βρισκόταν σε μία ορθοπεδική κλινική στο Κούργκαν).

Το έργο αποτελείται από μία κίνηση: Αdagio— Doppio movimento — Tempo primo

Χρησιμοποιήθηκε η τεχνική του σειραϊσμού. Ο χρόνος εκτέλεσης είναι περίπου 19 λεπτά.

Το κομμάτι ήταν αφιερωμένο στον Vadim Borisovsky, βιολίστα του Κουαρτέτου Μπετόβεν, και η βιόλα έχει αναλόγως εξέχοντα ρόλο στο κομμάτι. Το κουαρτέτο ανοίγει με μια σειρά δώδεκα τόνων που παίζεται στη βιόλα και ολοκληρώνεται με ένα μακρύ σόλο βιόλας στο υψηλό ρετζίστρο. Το έργο απαιτεί επίσης από τους παίκτες να χτυπούν τα σώματα των οργάνων τους με τα τόξα τους σε πολλά σημεία. Τέτοιες τεχνικές είχαν γίνει σχεδόν συνηθισμένες στη Δύση εκείνη την εποχή, αλλά δεν χρησιμοποιούνταν τυπικά στη σοβιετική μουσική αυτής της περιόδου. 

Κατηγορία Ατονικότητας: Σειραϊκό

Όπως προανέφερα, το έργο εκτελείται από κουαρτέτο (τέσσερα όργανα) εγχόρδων. Πιο συγκεκριμένα, βιολιά και βιολοντσέλο. Στο έργο παρατηρούνται πολλές αλλαγές στην ένταση του ρυθμού. Υπάρχουν σημεία με χαλαρό ρυθμό και υπάρχουν και σημεία που τα όργανα έχουν πιο γοργό ρυθμό. Είναι σαν να γίνεται εναλλαγή συναισθημάτων. Στο έργο υπάρχει έντονη ατονικότητα, αλλά η συχνότητα της αλλαγής της έντασης μπορεί και να παρουσιαστεί ως αχνή και έμμεση τονικότητα, αφού ο συνθέτης ακολουθεί ένα μοτίβο και ένα πλάνο εναλλαγής, το οποίο είναι η ένταση.

Αξιοσημείωτα είναι τα δύο τελευταία λεπτά του έργου. Ας παρομοιάσουμε την ένταση του έργου με ένα αναμμένο κερί. Στην αρχή του 17ου λεπτού, το κερί είναι έτοιμο να σβήσει. Μέχρι περίπου τα μέσα του 18ου λεπτού, το κερί πασχίζει να μην σβήσει. Για περίπου δέκα δεύτερα, μέσω του βιολοντσέλου, καταλαβαίνουμε ότι κερί σαν να αναζωπυρώθηκε για λίγο. Αφού περάσουν αυτά τα δέκα δεύτερα, το βιολοντσέλο σταματάει και ακούγεται ένας εκκωφαντικός “τσιριχτός” ήχος από τα βιολιά (κερί αργοσβήνει) και, εν τέλει, το έργο τελειώνει (σβήσιμο κεριού).

Επίλογος

Αυτή η εργασία ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμένα, αφού δεν είχε τύχει, μέχρι στιγμής, να αναλύσω τόσο ένα μουσικό έργο. Η μεγαλύτερη, για εμένα, δυσκολία ήταν η περιγραφή ενός αποσπάσματος του έργου. Αυτός ήταν και ο λόγος που χρησιμοποίησα παράδειγμα.

Σύνδεσμοι:

Leo Brouwer, Elogio de la Danza

Τσ. Λ. (Γ Θεάτρου), 15 Δεκεμβρίου 2021

Βίντεο: Elogio de la Danza

Leo Brouwer

Ο Leo Brouwer, Κουβανός συνθέτης, κλασικός κιθαρίστας αλλά και μαέστρος γεννήθηκε το 1931. Τα κύρια είδη μουσικής τα οποία εμπεριείχαν τα έργα του ήταν η ατονική (πάνω και στην οποία είναι βασισμένη η εργασία μου), η κλασική, η αλεατορική και εκείνη που απευθυνόταν στον απλό λαό δηλαδή την λαϊκή. Η αγάπη του και το πάθος ξεκίνησε στην ηλικία των δεκατριών ετών με την κλασική κιθάρα πάνω στην οποία επένδυσε αργότερα. Τον δίδασκε ο πατέρας του και στα δεκαεπτά του ξεκίνησε η καριέρα του στην σύνθεση.

Τα έργα του Brouwer είχαν γραφτεί κυρίως για όργανα όπως πιάνο κρουστά και κιθάρα ενώ συνέθεσε μουσική για πάνω από εκατό ταινίες, μπαλέτο αλλά και λόγω της αδυναμίας του για τον κλασικό ήχο της κιθάρας πρωτοπόρησε στην μεταγραφή τραγουδιών σε αυτή του διάσημου συγκροτήματος της δεκαετίας του 60’, τους περίφημους Beatles. Στην αρχή επηρεάστηκε βαθύτατα από τα άσματα της γενέτειρας του της Κούβας αλλά όπως φαίνεται του τράβηξε την προσοχή η απροσδιόριστη σύνθεση και η μαγεία της ατονικής μουσικής.

Elogio de la Danza

Διάλεξα το “Elogio de la Danza” (Εγκώμιο στο Χορό) για σόλο κιθάρα είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Leo Brouwer. Στις αρχές του 1964 έκανε πρεμιέρα το μπαλέτο “Conflictos” με μουσική του Leo Brouwer. Ο συνθέτης χρησιμοποίησε μια διευρυμένη μορφή του έργου “Sonogramma” για προετοιμασμένο πιάνο, το οποίο είχε συνθέσει τον προηγούμενο χρόνο, αλλά και το εν λόγω έργο για σόλο κιθάρα. Αρχικώς προοριζόταν για ένα 5λεπτο ιντερμέδιο που θα παιζόταν κατά την αλλαγή της σκηνής. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό, ώριμο και δεξιοτεχνικό έργο της πρώτης περιόδου. Άλλα έργα για σόλο κιθάρα απ’ αυτή τη περίοδο που ξεχώρισαν και καθιερώθηκαν στον καθαριστικό ρεπερτόριο είναι το Χαρακτηριστικός Χορός και το Τρία Σκίτσα. Μετά το Elogio de la Danza, χρειάστηκαν τέσσερα ωσότου υπάρξει νέο έργο για σόλο κιθάρα.

Τα δύο κομμάτια του έργου, το lento και το estinato, απεικονίζονται από συγκλονιστικές διαφορές στον ηχητικό τόνο. Σε γενικές γραμμές, σε αυτό το έργο βλέπει κανείς τις βαθιές πληροφορίες για το παλαιού τύπου όργανο κιθάρας του συγγραφέα. Η εξαιρετική ποικιλία σκίασης ήχου και η εξειδικευμένη μεθοδολογία μαγεύουν το κοινό.

Η αρχή της κίνησης, το σπάσιμο της σιωπής και της ακινησίας. Στη συνέχεια, με την επιτάχυνση και αύξηση της έντασης. Οι συνεχείς εναλλαγές της κατεύθυνσης της μελωδικής γραμμής συντελούν στη δημιουργία μιας δραματικής έντασης. Αντί για την ήρεμη, γενικά εντύπωση του αρχικού τμήματος, το επόμενο τμήμα κινείται γρήγορα και απεικονίζεται με έναν απρόσεκτο αέρα. Αγκαλιάζει μια ρυθμική σύνδεση που υποστηρίζεται από ήχους κρουστών, αδιάκοπα αντίχρονα, αλλά επιπλέον ήχους από την κιθάρα φλαμένκο: τα χτυπήματα στον αναβάτη του ηχείου. Κάποιος μπορεί επίσης να αντιληφθεί μια σύνδεση με την αφρικανική κουλτούρα: τη σταθερή παρουσία, την παρέμβαση και την επιστροφή των ρυθμών tresillo και cinquillo. Η ωμή δύναμη του μουσικού στοιχείου είναι εμφανής και συνεπής εδώ.